κουνενός

κουνενός
ο
1. πήλινο αγγείο τών βοσκών
2. πήλινο αγγείο όπου έβαζαν κουκιά για μαγεία ή μαντεία
3. ειδική ζύμη από ρεβίθια για παρασκευή επτάζυμου άρτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”